- παρατράβηγμα
- το, -ατοςυπερβολικό τράβηγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρατράβηγμα — το [παρατραβώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατραβώ, υπερβολική έλξη, υπερβολικό τέντωμα ή τράβηγμα 2. (για χρόνο) υπερβολική παράταση χρόνου … Dictionary of Greek